- συναλλάσσομαι
- έχω δοσοληψίες, συναλλαγές: Συναλλάσσεται με τα μεγαλύτερα εμπορικά καταστήματα της πόλης μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναλλάσσομαι — βλ. πίν. 95 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναλλάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek
ενεμπορεύομαι — ἐνεμπορεύομαι (Α) εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι … Dictionary of Greek
καταχρηματίζω — (Α) (επιγρ. και πάπ.) 1. συναλλάσσομαι 2. διαθέτω την περιουσία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»] … Dictionary of Greek
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek
ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… … Dictionary of Greek
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek